Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορροποτίη — ὀρροποτίη, ἡ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ὀροποτίη … Dictionary of Greek
οροποτίη — ὀροποτίη και, δ. γρφ., ὀροποσίη και ὀρροποτίη, ἡ (Α) [οροποτώ] ιων. τ. το να πίνει κανείς ορό, δηλ. τυρόγαλο … Dictionary of Greek